ιματιοφυλάκιο

ιματιοφυλάκιο
το (Α ἱματιοφυλάκιον και εἱματιοφυλάκιον)
ιματιοθήκη
νεοελλ.
ιδιαίτερος χώρος δημόσιου κέντρου στον οποίο οι θαμώνες αφήνουν τα επανωφόρια ή τα καπέλα τους, γκαρνταρόμπα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιματιοφυλάκιο — το 1. ιματιοθήκη. 2. ιδιαίτερος χώρος για την απόθεση των ενδυμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιματιοθήκη — η (ΑΜ ἱματιοθήκη) ειδικός χώρος για τη φύλαξη τών ενδυμάτων, ιματιοφυλάκιο, βεστιάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • φαινολοθήκη — ἡ, ΜΑ το μέρος όπου φυλάγονταν τα επανωφόρια, ιματιοφυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαινόλης + θήκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”